Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός flash
συγκριτικός more flash
υπερθετικός most flash

flash (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
flash flashes

flash (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το φλας, συσκευή σε φωτογραφική μηχανή που προκαλεί λάμψεις στιγμιαίας διάρκειας και μεγάλης έντασης για φωτογράφιση
    It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
    Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.
    He was blinded by the flashes of the journalists’ cameras.
    Τον τύφλωσαν τα φλας των δημοσιογράφων.
  2. (πληροφορική) η εγγραφή σε ψηφιακή μνήμη (πχ. του υπολογιστή)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας flash
γ΄ ενικό ενεστώτα flashes
αόριστος flashed
παθητική μετοχή flashed
ενεργητική μετοχή flashing

flash (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, λάμπω πολύ έντονα για λίγο ή κάνω κάτι να λάμπει με αυτόν τον τρόπο
    Someone flashed a light in his eyes.
    Κάποιος του έριξε ένα φως στα μάτια.
    They flashed their searchlights all around the yard.
    Έριχναν τους προβολείς τους σε όλη την αυλή.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναβοσβήνω, χρησιμοποιώ ένα φως για να δώσω σε κάποιον ένα σήμα
    a flashing light - αναλάμπων φανός
    He flashed the car lights.
    Αναβόσβησε τα φώτα του αυτοκινήτου.
  3. (αμετάβατο) περνάω, κινούμαι πολύ γρήγορα
    The train flashed by like lighting.
    Το τρένο πέρασε σαν αστραπή.
  4. (αμετάβατο) περνάει σαν αστραπή, κάτι έρχεται στο μυαλό μου ξαφνικά
    Suspicion flashed through my mind.
    Σαν αστραπή μου πέρασε η υποψία.
  5. (αμετάβατο, λογοτεχνικό) πετάω, ρίχνω, εκφράζω ένα συναίσθημα ξαφνικά και γρήγορα
    Sparks flashed in her eyes.
    Τα μάτια της πετούσαν σπίθες.
    She flashed a smile at him.
    Του πέταξε/έριξε ένα χαμόγελο.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία