Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας fix up
γ΄ ενικό ενεστώτα fixes up
αόριστος fixed up
παθητική μετοχή fixed up
ενεργητική μετοχή fixing up

  Ετυμολογία επεξεργασία

fix up < → δείτε τις λέξεις fix και up

  Ρήμα επεξεργασία

fix up (en)

  Πηγές επεξεργασία

  • fix up - Cambridge Dictionary online