finding
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
finding | findings |
finding (en)
- (συνήθως πληθυντικός) το εύρημα, η διαπίστωση, το πόρισμα
- ↪ the findings of the Commission - τα ευρήματα/οι διαπιστώσεις/τα πορίσματα της εξεταστικής Επιτροπής
- (νομικός όρος) δικαστική απόφαση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
finding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του find