fin
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fin (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fin | fins |
fin (fr) θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fin | fins |
θηλυκό | fine | fines |
fin (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fin (nl)