Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈfɪɡ(ə)rətɪv/

  Ετυμολογία en επεξεργασία

figurative < figure + -ative

  Επίθετο επεξεργασία

figurative (en)

  1. μεταφορικός, αλληγορικός
  2. βιοσχηματικός, μορφογραφικός, που περιγράφει ή θυμίζει σχήμα - μορφή που προέρχεται ή σχετίζεται με ζωική μορφή (κυρίως στην τέχνη μα όχι μόνο)