Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fidelity (en)

  1. πίστη, το να παραμένεις πιστός σε κάτι
  2. πιστότητα

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • fidelity στην αγγλική Βικιπαίδεια