fatigue
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fatigue (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fatigue < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fatigue | fatigues |
fatigue (fr) θηλυκό
- η κούραση, η ταλαιπωρία, η κόπωση, ο κάματος