Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας fascinate
γ΄ ενικό ενεστώτα fascinates
αόριστος fascinated
παθητική μετοχή fascinated
ενεργητική μετοχή fascinating

  Ετυμολογία επεξεργασία

fascinate < λατινική fascinatus

  Ρήμα επεξεργασία

fascinate (en)

  Πηγές επεξεργασία