familier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- familier < λατινική familiaris
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | familier | familiers |
θηλυκό | familière | familières |
familier (fr)
- οικείος
- son visage me paraît familier - το πρόσωπό του μου φαίνεται οικείο