Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

familiarity < familiar + -ity

  Ουσιαστικό επεξεργασία

familiarity (en) (μη μετρήσιμο ή μόνο στον ενικό)

  1. η οικειότητα, η εξοικείωση, η γνώση
    He lacks the familiarity which experience provides.
    Tου λείπει η οικειότητα που προσφέρει η πείρα.
    familiarity with a subject - εξοικείωση με ένα θέμα
     συνώνυμα: acquaintance
  2. η οικειότητα, με οικείο τρόπο
    He treats his subordinates with familiarity.
    Φέρεται με οικειότητα στους υφισταμένους του.

  Πηγές επεξεργασία