Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
extension extensions

  Ετυμολογία επεξεργασία

extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

extension (en)

  1. η επέκταση, η προέκταση
  2. (μετρήσιμο) η παράταση, ένα επιπλέον χρονικό διάστημα που επιτρέπεται για κάτι
    an extension of leave/vacation - παράταση άδειας/διακοπών

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛks.tɑ̃.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
extension extensions

extension (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη étendre