explicitly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | explicitly |
συγκριτικός | more explicitly |
υπερθετικός | most explicitly |
explicitly (en)
- καθαρά, ρητά, με σαφήνεια, πρόδηλα
- ↪ I will tell him explicitly what I think of him.
- Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.
- ↪ I will tell him explicitly what I think of him.