explicit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪkˈsplɪsɪt,ɛk-/
Επίθετο επεξεργασία
explicit (en)
- ρητός, σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος
- χυδαίος, άσεμνος, πορνογραφικός, τολμηρός, που τα δείχνει όλα και αναλυτικά - καθαρά
explicit (en)