Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ɪgˈz3ːʃən/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

exertion (en)

  1. μόχθος, κόπος, φυσική καταπόνηση
  2. προσπάθεια

Συνώνυμα επεξεργασία

  • physical effort