exemplaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exemplaire | exemplaires |
exemplaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- υποδειγματικός, που αξίζει να μιμηθεί κανείς
- παραδειγματικός, που γίνεται για να τον αποφύγει κανείς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exemplaire | exemplaires |
exemplaire (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) το υπόδειγμα
- το αντίτυπο, το αντίγραφο
- το δείγμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη exemple