Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας examine
γ΄ ενικό ενεστώτα examines
αόριστος examined
παθητική μετοχή examined
ενεργητική μετοχή examining

  Ρήμα επεξεργασία

examine (en)

  1. εξετάζω, κοιτάζω, σκέφτομαι ή μελετώ πολύ προσεκτικά μια ιδέα, ένα θέμα κτλ.
    We will examine this topic from all sides.
    Θα εξετάσουμε το θέμα από όλες τος πλευρές.
    We must examine this issue immediately.
    Πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το θέμα αμέσως.
  2. εξετάζω, ελέγχω, κοιτάζω κάποιον ή κάτι προσεκτικά, για να δω αν υπάρχει κάτι λάθος ή να βρω την αιτία ενός προβλήματος
    She examined my eyes.
    Εξέτασε τα μάτια μου.
    The captain examines the ship.
    Ο καπετάνιος ελέγχει το πλοίο.
    You need to be examined by a doctor.
    Πρέπει να σε κοιτάξει γιατρός.
  3. (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) εξετάζω, κάνω σε κάποιον εξετάσεις για να δω πόσα γνωρίζει για ένα θέμα ή τι μπορεί να κάνει
    The students were examined with oral and written exercises.
    Οι φοιτητές εξετάζονται προφορικώς και γραπτώς.
    The driving candidates are examined by a special committee.
    Οι υποψήφιοι οδηγοί εξετάζονται από ειδική επιτροπή.
  4. (νομικός όρος) εξετάζω, κάνω ερωτήσεις σε κάποιον επίσημα, ειδικά στο δικαστήριο
    The lawyer examined the witness.
    Ο δικηγόρος εξέτασε τον μάρτυρα.

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία