eucharistique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- eucharistique < eucharistie
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
eucharistique | eucharistiques |
eucharistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) σχετικός με τη Θεία Ευχαριστία
ενικός | πληθυντικός |
eucharistique | eucharistiques |
eucharistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό