Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

espèces (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα μετρητά
  2. τα ψιλά


Εκφράσεις επεξεργασία