Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

erro < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

erro (la) (errō1, errāvī, errātum, errāre)

  1. περιπλανιέμαι

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία


Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
erro erros

erro (pt) αρσενικό

  1. το λάθος, το σφάλμα