enfoiré
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enfoiré | enfoirés |
θηλυκό | enfoirée | enfoirées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
enfoiré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enfoiré | enfoirés |
θηλυκό | enfoirée | enfoirées |
enfoiré (fr)