Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɑ̃.kli.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
enclitique enclitiques

enclitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό