emptying
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
emptying (en)
- το άδειασμα
Επίθετο επεξεργασία
emptying (en)
- εκκενωτικός, αδειαστικός, αυτός που έχει την τάση να αδειάζει
- (emptying universe due to eternal expansion, φράση του Sean M. Carroll PhD)