Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

emprunt < emprunter

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɑ̃.pʁœ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
emprunt emprunts

emprunt (fr) αρσενικό

  1. το δάνειο (που παίρνει κάποιος)
  2. ο δανεισμός (η χορήγηση ή η λήψη δανείου)


Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία