Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

elder (en)

  1. μεγαλύτερος[1] (σε ηλικία)
  2. αφροξυλιά
  3. σαμπούκα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

elder (en)

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. χρησιμοποιείται μόνο σαν δηλωτικό· στις συγκρίσεις χρησιμοποιείται το older