effort
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
effort (en)
- η προσπάθεια, ο αγώνας
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
effort | efforts |
effort (fr) αρσενικό
- η προσπάθεια, ο αγώνας
effort (en)
ενικός | πληθυντικός |
effort | efforts |
effort (fr) αρσενικό