Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Αριθμητικό επεξεργασία

dziesięć (pl)

  1. δέκα
    w teleturnieju udział brało dziesięciu panów i dziesięć pań - στον τηλεμαραθώνιο μέρος πήρανε δέκα άντρες και δέκα γυναίκες

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
  • όταν αναφέρεται στην ονομαστική αρρενοπροσωπικών ουσιαστικών, παίρνει τη μορφή της γενικής (dziesięciu, βλέπε παράδειγμα)