dziesięć
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Αριθμητικό επεξεργασία
dziesięć (pl)
- δέκα
- w teleturnieju udział brało dziesięciu panów i dziesięć pań - στον τηλεμαραθώνιο μέρος πήρανε δέκα άντρες και δέκα γυναίκες
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
- όταν αναφέρεται στην ονομαστική αρρενοπροσωπικών ουσιαστικών, παίρνει τη μορφή της γενικής (dziesięciu, βλέπε παράδειγμα)