Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

draw on (en)

  1. επωφελούμαι από
  2. αντλώ γνώση, δύναμη, ψυχικό σθένος από κάπου
  3. draw on someone or something: επικαλούμαι κάποιον ή κάτι

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία