Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Αντωνυμία επεξεργασία

double (en)

  • τα διπλάσια
    He offered me double.
    Μου πρόσφερε τα διπλάσια.
    I paid double.
    Πλήρωσα τα διπλάσια.

  Επίθετο επεξεργασία

double (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. διπλός, τα διπλάσια από το συνηθισμένο
    a double whiskey - διπλό ουίσκι
    a double line - διπλή γραμμή
    He’s working a double shift.
    Δουλεύει διπλή βάρδια.
  2. διπλός, που έχει ή αποτελείται από δύο πράγματα ή μέρη που είναι ίσα ή παρόμοια
    a double window - διπλό παράθυρο
  3. διπλός, κάτι που είναι φτιαγμένο για δύο άτομα ή πράγματα
    a double bed - διπλό κρεβάτι
    double parking - διπλό παρκάρισμα
  4. διπλός, που συνδυάζει δύο πράγματα ή ιδιότητες
    double meaning - διπλή σημασία
    For so many years he lived a double life.
    Τόσα χρόνια ζούσε διπλή ζωή.

  Επίρρημα επεξεργασία

double (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. διπλά, διπλός, σε δύο μέρη
    I am seeing double.
    Τα βλέπω διπλά.
    He put the blanket double.
    Έβαλε την κουβέρτα διπλή.
  2. διπλά, διπλάσιο ποσό
    It may cost double for you.
    Μπορεί να σου κοστίσει διπλά.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
double doubles

double (en)

  1. ο σωσίας, ένα άτομο ή ένα πράγμα που μοιάζει ακριβώς με άλλο
    She is the double of her sister.
    Είναι ο σωσίας της αδελφής της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη doppelganger
  2. (μη μετρήσιμο, μόνο πληθυντικός, αθλητισμός) ο αγώνας ανά ζεύγη στο τένις
    mixed doubles - μικτός αγώνας (με έναν άντρα και μια γυναίκα σε κάθε πλευρά)

Εκφράσεις επεξεργασία

  Προσδιοριστής επεξεργασία

double (en)

  • διπλάσιος, το διπλάσιο
    My salary is double this year.
    Ο μισθός μου είναι διπλάσιος φέτος.
    What is double ten?
    Ποιο είναι το διπλάσιο του δέκα;

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας double
γ΄ ενικό ενεστώτα doubles
αόριστος doubled
παθητική μετοχή doubled
ενεργητική μετοχή doubling

double (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διπλασιάζω, γίνεται, ή κάνω κάτι να γίνει, διπλάσιο
    I doubled my income.
    Διπλασίασα το εισόδομά μου.
    Real estate prices doubled in recent years.
    Τα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων.
  2. (μεταβατικό) διπλώνω στα δυο, διπλώνω κάτι ώστε να υπάρχουν δύο στρώματα
    I double a blanket.
    Διπλώνω μια κουβέρτα στα δυο.

Σύνθετα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

double (fr)