douanier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | douanier | douaniers |
θηλυκό | douanière | douanières |
douanier (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | douanier | douaniers |
θηλυκό | douanière | douanières |
douanier (fr)
- ο/η τελωνειακός, ο τελώνης