Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
door
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
door
<
μέση αγγλική
dor
/
dore
<
αγγλοσαξονική
dor
/
duru
<
πρωτογερμανική
*durz
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
ρίζα
*dʰwer-
Ουσιαστικό
επεξεργασία
door
(en)
πόρτα
Συγγενικά
επεξεργασία
doorstep
doormat
front door
next door