donitaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | donitaĵo | donitaĵoj |
αιτιατική | donitaĵon | donitaĵojn |
donitaĵo (eo)
- το δεδομένο
- la analizo baziĝas sur donitaĵoj de 2004 - η ανάλυση βασίζεται σε δεδομένα του 2004