domn
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική-αιτιατική | domn | domni |
έναρθρο | domnul | domnii |
δοτική-αιτιατική | domnului | domnilor |
κλητική | domnule | domnilor |
Ουσιαστικό επεξεργασία
domn (ro)
- κύριος
- buna ziua, domnule Popescu! - καλημέρα κύριε Ποπέσκου