Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
divisionnaire divisionnaires

divisionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που ανήκει σε ένα τμήμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
divisionnaire divisionnaires

divisionnaire (fr) αρσενικό

  1. μοίραρχος