Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

divided (en)

  1. χωρισμένος, διαχωρισμένος, κομμένος στα δύο
  2. (για ψυχική κατάσταση) διχασμένος, αμφίρροπος, αναποφάσιστος, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δύο ή και περισσότερες αποφάσεις που αλληλοαναιρούνται

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

divided (en)