digno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- digno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | digno | dignoj |
αιτιατική | dignon | dignojn |
digno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | digno | dignoj |
αιτιατική | dignon | dignojn |
digno (eo)