diffamation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diffamation < δημώδης λατινική diffamatio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /di.fa.ma.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diffamation | diffamations |
diffamation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
diffamation | diffamations |
diffamation (fr) θηλυκό