derived class
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
derived class | derived classs |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
derived class (en)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η παράγωγη κλάση (βλ. συνώνυμο υποκλάση)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- derived class στην αγγλική Βικιπαίδεια