Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

dense (en)

  1. πυκνός (για σώματα με μεγάλη πυκνότητα)
  2. πυκνός(για πληθυσμό)
  3. δύσκολος να τον διαπεράσεις
  4. αδιαφανής
  5. δυσνόητος
  6. για άτομο χαμηλής νοημοσύνης

Συγγενικά επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɑ̃s/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dense denses

dense (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dense < dens- + -e

  Επίρρημα επεξεργασία

dense (eo)