definition
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
definition | definitions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
definition (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο ορισμός, μια εξήγηση της σημασίας μιας λέξης ή μιας φράσης, ειδικά σε ένα λεξικό
- ↪ a clear/precise/short definition - σαφής/ακριβής/σύντομος ορισμός
- ↪ the definitions of the entries in a dictionary - οι ορισμοί των λημμάτων ενός λεξικού
- ↪ philosophical definition - φιλοσοφικός ορισμός
- (μετρήσιμο, definition of) ο ορισμός, τι σημαίνει ιδέα
- ↪ The definition of justice/virtue.
- Ο ορισμός της δικαιοσύνης/της αρετής.
- ↪ The definition of tragedy according to Aristotle.
- Ο ορισμός της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη.
- ↪ The definition of justice/virtue.
- (μη μετρήσιμο) εξ ορισμού
- ↪ By definition, we accept that the parallelogram has four sides each of the two parallel.
- Εξ ορισμού δεχόμαστε ότι το παραλληλόγραμμο έχει τις τέσσερις πλευρές του ανά δύο παράλληλες.
- ↪ By definition, we accept that the parallelogram has four sides each of the two parallel.
- η ευκρίνεια· (λαϊκότερο: ανάλυση, γενικότερο: διακριτότητα ανά μονάδα επιφάνειας)