dateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
dateur (fr)
- που χρησιμεύει στην ανάδειξη της ημερομηνίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dateur | dateurs |
dateur (fr) αρσενικό
- που χρησιμεύει στην ανάδειξη της ημερομηνίας
- μηχανισμός του ρολογιού που εμφανίζει την ημερομηνία