džezva
Σερβοκροατικά (sh) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- džezva < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική جزوه (cezve)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡ʒêzʋa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : dže‐zva
Ουσιαστικό επεξεργασία
džezva (sh) (κυριλλική γραφή: џезва) θηλυκό
- το μπρίκι
Κλίση επεξεργασία
κλίση του džezva
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | džezva | džezve |
γενική | džezve | džezvi / džezava / džezvi |
δοτική | džezvi | džezvama |
αιτιατική | džezvu | džezve |
κλητική | džezvo | džezve |
τοπική | džezvi | džezvama |
οργανική | džezvom | džezvama |