déterminisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.tɛʁ.mi.nism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déterminisme | déterminismes |
déterminisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
déterminisme | déterminismes |
déterminisme (fr) αρσενικό