décroît
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- décroît < décroître
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
décroît | décroîts |
décroît (fr) αρσενικό
- η φθίνουσα Σελήνη
- le décroît de la Lune
ενικός | πληθυντικός |
décroît | décroîts |
décroît (fr) αρσενικό