Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

décroît < décroître

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
décroît décroîts

décroît (fr) αρσενικό

  1. η φθίνουσα Σελήνη
    le décroît de la Lune