cząstka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cząstka | cząstki |
γενική | cząstki | cząstek |
δοτική | cząstce | cząstkom |
αιτιατική | cząstkę | cząstki |
οργανική | cząstką | cząstkami |
τοπική | cząstce | cząstkach |
κλητική | cząstko | cząstki |
Ετυμολογία επεξεργασία
cząstka < υποκοριστικό του część
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cząstka (pl) θηλυκό