curieux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | curieux | curieux |
θηλυκό | curieuse | curieuses |
curieux (fr) αρσενικό, curieuse θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | curieux | curieux |
θηλυκό | curieuse | curieuses |
curieux (fr) αρσενικό, curieuse θηλυκό