crédible
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- crédible < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
crédible | crédibles |
crédible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
crédible | crédibles |
crédible (fr) αρσενικό ή θηλυκό