coureur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coureur | coureurs |
θηλυκό | coureuse | coureuses |
coureur (fr)
- ο δρομέας
- (μεταφορικά) ο γυναικάς
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coureur | coureurs |
θηλυκό | coureuse | coureuses |
coureur (fr)