Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cotisation cotisations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cotisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη cotiser