Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
correio correios

correio (pt) αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό: os correios