contraction
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
contraction | contractions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
contraction (en)
- (φυσική) η συστολή (μείωση όγκου)
- (ιατρική) η συστολή (πριν τον τοκετό)
- η συστολή (ή σύσπαση) ενός μυός
- (οικονομία) περίοδος ύφεσης, αρνητικής ανάπτυξης
- (γραμματική) η συναίρεση, η συγχώνευση, συγκεκομμένη μορφή λέξης ή φράσης
- (γραμματική) η συγκοπή, αποβολή φθόγγων στο μέσον μιας λέξης
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- contraction < λατινική contractio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁak.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
contraction | contractions |
contraction (fr) θηλυκό
- (φυσική) η συστολή (μείωση όγκου)
- (ιατρική) η συστολή (πριν τον τοκετό)
- η συστολή (ή σύσπαση) ενός μυός
- η συρρίκνωση
- (γραμματική) συγκεκομμένη μορφή λέξης ή φράσης, προϊόν έκκρουσης
- « aux » provient de la contraction de « à » et de « les »